Εύα Μοδινού
για το έργο της / επιστροφή

ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΩΣΗ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ, ΣΤΗΝ ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
ΕΥΑ ΜΟΔΙΝΟΥ, «ΤΟ ΚΟΙΛΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ»,
Εκδόσεις Εριφύλη, Αθήνα 2003

(απόσπασμα)

(...)

Από την αρχή υποψιασμένη η ποιήτρια Εύα Μοδινού – πρώτο της βιβλίο η Στιχομυθία, 2001-, γνωρίζει το τραγικό αδιέξοδο της ανθρώπινης φύσης, η μαρμάρωση εκτός συμμετοχής, εκτός άλλων φιλοδοξιών, «δεν πάμε πουθενά, δεν επιστρέφουμε», σαν κάτι που αρχίζει από το τέλος «όταν αμέριμνοι στη γλύκα της ημέρας / αιφνίδια το μοιραίο, / ετούτον τον μικρό μας κόσμο θα συνθλίψει», μα θα τολμήσει (κι αυτή) ν’ ανατρέψει τα φαινόμενα. Παρά τις απώλειες και τις καταστροφές «ας είχα μι’ άσπρη ωλένη / του κορμιού σου να φιλώ τα βράδια!»
Από’ δω οι αφετηρίες. Το ταξίδι της αφορά τον κόσμο που την περιβάλλει, η έσχατη στάθμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς σήμερα και οι συσσωρευμένες δυσμορφίες παγκόσμια (εμμέσως).
Η ποιητική της γλώσσα ομόθυμη της συνειδήσεως εκείνης που γνωρίζει το Καλό, το Κακό και το Ανάμεσό τους, δεν εξαγγέλλει το νέο (πλαγιοβάλοντάς το), δεν αποφαίνεται – καλύτερα. Οι ιστορίες κρίνονται κατόπιν, «νικητές» και «ηττημένοι» δεν μπορούν ν’ αποτρέψουν την τελική εκτίμηση παρά την υπεροχή των «νικητών». Επιδερμικό το επιπόλαιο και το κάφρο, η διαχρονία και η κλασική διάσταση είναι υπόθεση γι’ αργότερα (ας μη σπεύδουν λοιπόν οι προκύψαντες μαθητευόμενοι μάγοι). Πάντα προσώρας το νέο και το παλιό μπορούν να συμπλέουν αλληλοτροφοδοτούμενα.
Η γλώσσα της Εύας Μοδινού αφορά τις μέσα διεργασίες, τις ουσίες, δεν αφορά τα τεχνικά εξωτερικά γνωρίσματα, οικεία και κοντινή Ποίηση, αυτή, η κάτωθεν της στοματικής γλώσσας ενός εκάστου ανθρώπου.
«Δεν ήταν η πληγή. / Η τρύπια στέγη του «αύριο» / που γέμισε σκοτάδι.»
...
Ήταν στη μνήμη χαρακιά / βαθύτερη από τον θάνατο.
Ήταν που ξεντύθηκε το Φως / και γύρεψε νάναι μονάχα ίσκιος…»

Νωρίς τα ενδιαφέροντά της πέραν των λεχθέντων «κι έγινε η φουσκωμένη αρτηρία του λαιμού χερσόνησος / και πήραν τη φωνή μας τα μεγάλα κήτη / κι έγινε η ματιά μας πέτρινη θάλασσα κόκκινης Σελήνης.»
Η συμμετοχική «ματιά», οι συγκρούσεις και τα χαμένα, συνολικά και ατομικά, από νωρίς λοιπόν
«χάσκει ολόγυρα γκρεμός / και πουθενά κλαράκι ν’ αρπαχτείς»
...
«στην άκρη του ενύπνιου στέκονται / ζυμώνοντας μια λησμονημένη λέξη»

Σύνορα, όνειρα, ερωτήματα, δυσοίωνες απαντήσεις – αντίλαλος της πραγματικότητας, λίγο λίγο
«κι απόσωσες τη δίκοπη αλήθεια / να τυλιχθείς στην Πτώση», καθώς
«και οι δαίμονες πορεύονται / σκυφτοί, χωρίς Πυξίδα.»
Η ποιήτρια έτοιμη πάλι να πιστέψει και να δοκιμαστεί, «να μας δώσει πίσω εκείνη την ψυχή / που οδοιπορούσε στο θαύμα».
...
«Σε σφίγγει η τρέλα / τώρα που δεν έμεινε κάτι / για να πατσίζει την πικρή φωτιά. / Στα ψηλοτάβανα ταξείδια σου / φρυγμένα χρόνια / σκυλεύουν τη σιωπή / αθρόα / η σκιά στους τοίχους / ανάκατα σ’ ένα πουνέντε / λέξεις, πανάρχαιες εικόνες / έρωτες, ζωγραφιές, τραγούδια / ένα καράβι ξεχασμένο / και τα ποντίκια αχόρταστα. / Ολόγυρα κουφοί∙ »

Όλη η Ποίηση ένα πρωθύστερο, θετικό κι αρνητικό, του παρελθόντος χρόνου και του μέλλοντος χρόνου όταν οι ανθρώπινες δυνατότητες ευδοκιμούν, στον ποιητή, σπιθίζοντας και «υπερβαίνοντας» το ήδη λεχθέν. Το σχετικό πανταχόθεν.
«αφήνοντας μιαν άλλη μοναξιά / κορμού κομμένου σε βυζαντινό ξωκκλήσι / που δεν στεγνώνει, δεν ανθίζει / μονάχα καρτερεί τα αγιοκέρια.»
Στο βιβλίο «Το Κοίλο της Σιωπής» της Εύας Μοδινού (αλλά και στο προηγούμενο της «Στιχομυθίας») ανιχνεύουμε διαβάζοντας την Ποίησή της, τα θραύσματα εκείνα, των ταξιδίων, από τον Ησίοδο έως τον Καβάφη, τον Παπατσώνη και τον Σεφέρη∙ και δώθε, των γόνων και των επιγόνων. Στις σελίδες των κειμένων της, που προϋποθέτουν φιλοσοφικά υπόβαθρα, παράλληλη συνείδηση και βιώματα, αναδεικνύεται δημιουργός στέρεος και διαφανής, έτοιμος για τους μηχανισμούς των εκπλήξεων, του μαγικού και του για χιλιοστή φορά ειπωμένου – ανείπωτου.
«Έστω κι έτσι / μέσα στο βλέμμα της Γοργώς / να δεις το ευάλωτο σου όριο / να δεις την αυταπάτη και να επιστρέψεις.
Έστω κι έτσι / αυξάνοντας το βάρος / απ’ την πλευρά του πόνου / να διαβείς τη γέφυρα του χρόνου σου / και να γεράσεις∙
αρκεί να δεις τη σπαραγμένη σου ζωή / από την ιδανική απόσταση / χωρίς να πυρωθείς ή να παγώσεις. / Αρκεί να βρεις στα ερειπωμένα ιερά / την πίστη / ψίχα θρυμματισμένη απ’ τη φυγόκεντρο / του πάθους και του στάσιμου. / Αρκεί να βρεις μια ιδανική απόσταση / στο μαυσωλείο των καθηλωμένων χρόνων / ν’ αποτοιχίσεις το Παρόν.»

Χωρίς ηλικία η Ποίηση, πάντοτε με τη χάρη της και τ' αδιέξοδά της (που ενίοτε μοιάζει να τα υπερβαίνει) ενδιαφέρει σαν σκοπός, σαν καθήκον ανθρώπινο και μοίρα. Άλλωστε τ' ανείπωτα είναι πάντα περισσότερα από τα ειπωμένα. Τότε είναι που η Ποίηση δεν έχει τέλος. Που αναζητά, πάλι και πάλι, το εν-θουσιαστικό μέτρο – η προϊστορία υπενθυμίζει τον τόπο του μυστηρίου – «κάτι».
Χωρίς ηλικία η Ποίηση, πάντοτε με τη χάρη της και τ' αδιέξοδά της (που ενίοτε μοιάζει να τα υπερβαίνει) ενδιαφέρει σαν σκοπός, σαν καθήκον ανθρώπινο και μοίρα. Άλλωστε τ' ανείπωτα είναι πάντα περισσότερα από τα ειπωμένα. Τότε είναι που η Ποίηση δεν έχει τέλος. Που αναζητά, πάλι και πάλι, το εν-θουσιαστικό μέτρο – η προϊστορία υπενθυμίζει τον τόπο του μυστηρίου – «κάτι».
Ιδού λοιπόν η σκυτάλη, χέρι χέρι οι γραφές εναλλάσσονται, καθώς η επαναλαμβανόμενη ανθρώπινη φύση, υποκείμενη σε όλα τα ενδεχόμενα του βίου, παράγει τις διαφορές του αισθήματος, του ποιητικού αισθήματος∙ κοντολογίς ο μέσα τρόπος της αναπνοής εκάστου, που η συνολικότερη αναγωγή του, τοποθετεί τις πραμάτειες του στην οδοιπορία την πνευματική∙ σιγανά και ταπεινά.
«Και πασχίζαμε να φτάσουμε σε μιαν άκρη…/ Μα ο ορίζοντας μετατοπίζοταν αδιάκοπα σ’ ένα κόκκινο λίγο / πιο πέρα από το αίμα, σαν εκείνος ο δρόμος τέλος να μην είχε, / σαν να κύκλωνε τη λίμνη πάλι και πάλι, Κάτοπτρο της Σιωπής / τ' Ουρανού.»
Στα μεταίχμια βαδίζει, στην κινδυνεύουσα (εσαεί) ρομαντική «άκρη».
«Στου ορίζοντα την άκρη η πλημμυρίδα του ήλιου / πανίσχυρος μαγνήτης μάς τραβούσε. / Δεν ξέραμε να πούμε: ψευδαίσθηση ήταν / ή το όριο του Φωτός στα χείλη της Αβύσσου; / Στο φιλιατρό του Σκοταδιού σταθήκαμε∙ / δεν ξέραμε να πούμε: / εκείνα που άσπριζαν ήτανε σκορπισμένα οστά; / Η Χάρυβδη κατάπινε βουβές τρεμάμενες ψυχές γοργά.»
...
«Τόσα φεγγάρια που γέμισαν αργά μετρώντας απουσίες / ποιοί επέστρεψαν ποιοί λησμονηθήκαν…/ Τόσα χέρια που χάσαν τη Στιγμή τους / μετέωρα σ’ έναν αποχαιρετισμό / τόσες οι μαρμάρινες στήλες των νεκρών / και οι κεραυνόπληκτοι κορμοί σχισμένοι στα δυό / τόσες οι φωνές, τα τραγούδια, οι ανάσες του έρωτα / στα ερειπωμένα∙ κι ούτε μια ηχώ. / Μονάχα ένα βέλος σε τεντωμένο τόξο: / του πεπρωμένου η ακαριαία παρουσία.»

Τα ποιήματα ολοκληρώνονται ανάλογα (και) με την ανάγνωση∙ συμφωνώντας-διαφωνώντας με τα κλειδιά-σταυροδρόμια, κρίσιμα σημεία των κειμένων γραφών, κανείς δεν μπορεί να υποδείξει στον δημιουργό τα «σφάλματά» του ή ποιους δρόμους πρέπει ν’ ακολουθήσει μετά από την εξομολόγηση τόσων αρετών. Κατάδικός του ο δρόμος. Και για λογαριασμό των άλλων ανθρώπων, διαθέσεις και πάθη και ανατροπές, καθώς το συμπαγές τοπίο της Ποίησης από καταβολής κόσμου.
«Στερνή φορά μάς κοίταξε η Τρομερή Ψυχή / με το κομμένο της κεφάλι / κι άστραψε το βλέμμα της στο σεληνόφως ματωμένο / στο μέτωπο τα φίδια που ήπιαν απ’ τη φλέβα του έρωτα / σαλεύοντας στην κόψη του θανάτου / ένα όραμα λευκό σαν φευγαλέο φάσμα Αγάπης / την ύστερη στιγμή γεννώντας ένα πανώριο τέκνο / πάνω απ’ την Άβυσσο έναν Πήγασο».
Ποίηση (και Ζωή) πάντα πραγματική και πάντα μετέωρη, στάσιμη και γρηγορούσα, αθέατη και όμως υπάρχουσα, η αόρατη αρχή και το συγκεκριμένο τέλος και , όπως πάντα, πάλι στην αφετηρία – μακάρι!
Η Εύα Μοδινού και η Ποίησή της, κυκλωμένη από χιλιάδες «μάτια», θα θελήσει να «οδοιπορήσει στο θαύμα» της ζωής που υπήρξε, της αναστημένης τώρα.
«και η ανάμνησή σου μάς κρατούσε / όπως ο βοσκός το αρνί που σφάζει / μάς άνοιγε προσεκτικά την κοιλιά / έχωνε το χέρι του στην πληγή / φράζοντάς μας το στόμα.»
Κοντά η σιωπή και η άρθρωση της κραυγής, η χαρά που τελειώνει βουτηγμένη στο σφαγιασμένο αίμα – πανάρχαια σύμβολα το χέρι – ποιό χέρι σήμερα, -ποιό κοιλιά, -ποιό στόμα.
Ευχή και καθημερινός αγώνας και κοινωνία επιζώσα. Της «χρυσής» πραγματοποιημένης κοινωνίας των ονείρων (δια της Ουτοπίας), το «χρυσό», παγκόσμιο, κοινό μήλο όλων των γλωσσών της Ποίησης, με τους υπόγειους άξονες, που ανταμώνουν «περίεργα». Έστω.
«Θεέ μου, δέξου τη θηλιά του κρεμασμένου στη μέση του πελάγους / τις ακονισμένες μας αισθήσεις στη μέση της θύελλας»
«Αγάπη που ονειρεύεσαι το άλλο μας σώμα / να κρατά στο στόμα του την κλωστή τ' ουρανού / μια αρμαθιά από θαύματα στο τεντωμένο νεύρο / της φτερούγας.»
(...)
«Όμως μη σταματήσεις στα χλωρά μας ξέφωτα. / Πέρα από’ κει προχώρησε ως τη θαμμένη μας ζωή.»

Εσύ,
«μ’ ένα ροδάκινο οργώνεις τον ουρανό.»
(...)
«Αλλιώτικη η αφή όταν δεν μπορείς ν’ αγγίξεις. / Αλλιώτικη η πείνα όταν δεν περιμένεις πια. / Αλλιώτικη η αγάπη όταν δεν έχεις σώμα.»

Η ποιήτρια απ’ άκρη σ’ άκρη δονείται κινητοποιημένη, συντεταγμένη με τον Έρωτα και τον Θάνατο και τα χίλια ενδιάμεσα, τις θυσίες και τ' ανολοκλήρωτα, τις θλίψεις των Ονείρων που επιζούν,
«και το λίγο που ζήσαμε πολύ ήταν»
Τελικά, υψηλόφρων η κλίμακα, μεταξύ ουρανού και γης, έχει πολλά στασίδια (άγνωστα κι αναγνωρίσιμα)∙ από τη χλόη της γης έως τη χιμαιρική χλόη των νεφών, την εικόνα της πνευματικής αγωνίας με τα «χωμάτινα φτερά» η ποιήτρια επώδυνα υπηρετεί∙ είναι παρούσα η Ποίηση και οι οφθαλμοί, βουρκωμένοι από τη μέσα καθαρότητα, «βλέπουν».
«Με σκέπασε σκιά / την ώρα που γαλήνευα σε κρήνη. / Αντίκρυ το πουλί διάλεγε σπόρους / στο νιοσκαμμένο χώμα. / Κλειστές φτερούγες / πανάλαφρες οι αισθήσεις του.
Τι κάβους πρέπει να λύσει η ψυχή στον θάνατο!»

Ο δρόμος προς την Ποίηση δεν είναι ο κοντινότερος∙ επάλληλες και υπόγειες οι αιτίες, θα νικήσουμε ποτέ τον «Θάνατο»; Δια της αυτοχειρίας μήπως (ρωτούν οι προηγηθέντες καταραμένοι)∙ δια του ολοκαυτώματος της Πίστεως του καθημερινού-κοινωνικού πόνου; Ποιος να το πεί;
Κάβοι και παλαμάρια και Αχερουσίες και σκιές του Φωτός, με το χνάρι των Στίχων της Εύας Μοδινού, ταράσσονται και επανατοποθετούνται. Έστω για λίγο.
Ο λόγος, πάλι, της αποδοχής και του παγκόσμιου «χρυσού» μήλου – η «αναμέτρηση» (με το χαρτί και το μολύβι στη γωνιά πάντα) εναντίον του τίποτε και του παρά ταύτα υπάρχοντος κόσμου, ανεμίζοντας ως μπαϊράκι τη ίδια, την βιωμένη-αφιερωμένη, ζωή των ποιητών.

Μάρκος Μέσκος

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΑΝΤΙ», τεύχος 803, Χριστούγεννα 2003.