Εύα Μοδινού
κριτικογραφία / για την ποιήση του Γ.Δάλλα / επιστροφή

Η ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ, Ο ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
ΚΑΙ Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ


(...)

Τόσο στα Ακραία όσο και στις Γεννήτριες1 ο ποιητής διατρέχει αυτή τη βιωμένη πρόγευση θανάτου που μετασχηματίζει σε κατάφαση ζωής, με μια ιδιαίτερη αίσθηση του χρόνου, σαν να είναι ο χρόνος ύλη ακαριαία και συγχρόνως πυκνό ίζημα. Ο ποιητής μεταφέρει αυτή τη σωματοποιημένη αίσθηση της διάρκειας ή της στιγμής, πλάθοντας συνεχώς τη φευγαλέα ύλη του χρόνου καθώς γλιστρά μέσα από τα χέρια μας, από την κάθε μας μέρα, από τις κεραίες της ψυχής μας, που πασχίζουν να την αδράξουν.
Αυτή η γλυπτική αίσθηση του χρόνου είναι εμφανής ιδιαίτερα στις Γεννήτριες1 όπου ο ποιητής απευθύνεται στον αναγνώστη άμεσα με πυκνές έντονες εικόνες: «Σκίστηκε τότε ο θόλος του κρανίου μου / σαν καταπέτασμα ναού / με τις δυό κόγχες ανοιχτές, εκπέμποντας / μηνύματα άλλου κόσμου στις οθόνες σας»
«Πάλι συσπειρωμένος μ’ όλα τα ένστικτα γύρω μου / να γίνονται αστραπές και βροντές του κρανίου μου / άλλα εξημερωμένα κι άλλα άγρια ξυπνημένα / ...κι εγώ.../ σαν μάγος να τα εξορκίζω».
που τις εναλλάσσει –είναι χαρακτηριστική η άνεσή του- με ώριμους στοχασμούς, που έχουν πάρει πλέον αποστάσεις από τα βιώματα: «Ήσουν ένα μετάλλευμα εαυτέ μου / σαν μια μορφή ορυκτή που έβγαζε σπίθες / ζωή φλεγόμενη που φώτιζε, και τώρα / τώρα το σώμα σου βαρύ σαν πέτρα»
«Ελάτε φτερωτά όνειρα...Με το ράμφος σας / σκάψτε μου / πιο βαθιά την πληγή να βλαστήσει το ποίημα / Ο αμπελώνας μου ωρίμασε Είμαι έτοιμος / για το πατητήρι».
Αυτές οι εναλλαγές ενισχύουν στον αναγνώστη την αίσθηση ότι ο ποιητής βίωσε –ή βιώνει ακόμη- ένα μεταίχμιο όπου ο χρόνος είναι ρευστή ύλη και μεταμορφώνεται διαρκώς διατρέχοντας την οντολογική συνείδηση άλλοτε ευδιάκριτα κι άλλοτε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Άλλωστε ο χρόνος και η ταχύτητα βρίσκονται σε άμεση συνάφεια σύμφωνα με τους νόμους της Φυσικής, που αποδεικνύουν ότι όταν η ταχύτητα ξεπερνά ένα κρίσιμο όριο, ο χρόνος δεν υφίσταται πλέον με τα συμβατικά μετρήσιμα μεγέθη του. (Σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν δεν υπάρχει απόλυτος χρόνος αλλά κάθε παρατηρητής διαμορφώνει το δικό του μέτρο χρόνου).
Στην ποίηση του Γιάννη Δάλλα η αίσθηση του χρόνου αλλάζει διαρκώς, διαμορφώνει και διαμορφώνεται μέσα από το ποίημα, άλλοτε είναι σαν τη «σχισμή μιας αστραπής» κι άλλοτε σαν «σιδερή λαβίδα / ενός τεκτονικού σεισμού διαρκείας». Και μαζί με το χρόνο αλλάζει και ο χώρος που μπορεί να είναι η «γειτονιά σας που ματώθηκα» ή ο τόπος της θυσίας που «τελέστηκε στ’ άδυτα / των θυρών κεκλεισμένων» έως εκεί όπου «ο χώρος σ’ ανοιχτή διαστολή / κι ο χρόνος γενετήσιος κι ακάθεκτος σαν εμβολέας».
Έντονοι είναι οι κραδασμοί που μεταφέρονται στον αναγνώστη από αυτήν την αλληλουχία μεταμορφώσεων του χωρόχρονου στις Γεννήτριες καθώς ο ποιητής ζητά κάποιοι –άραγε η Μούσα, οι ουρανοί ή ο αναγνώστης;- να λύσουν «τα σκοινιά / τους τελευταίους σπασμούς / των πόθων.../ν’ ανοίξει η χωμάτινη / σκήτη του στήθους» του καθώς διαρκώς μεταμορφώνεται και ο ίδιος, άλλοτε «κυκλοτερής πολυγωνικός πολυόμματος / σαν μάγος» κι άλλοτε σαν «αόρατος σπόρος», «σαν χείμαρρος».
Γιατί για τον Γιάννη Δάλλα η «Γη / ρουφήχτρα του όντος» δεν είναι τελικά ο χώρος ταφής, αλλά «μια αχόρταγη μήτρα» που ό,τι δέχεται το δέχεται όπως η μήτρα που μπορεί να δώσει μορφή στη ζωή. Σ’ αυτή τη γη, σ’ αυτήν την «αχόρταγη μήτρα», ο ποιητής είναι «ο αόρατος σπόρος» που εκτινάσσεται «σαν αστροπελέκι / που σχίζει τη νύχτα για να φανεί / ο πυρήνας της γης / φαλλοβόλος / με μια οσμή καμένης ζωής / μια ευωδιά ζωογόνου θανάτου». Κι εδώ βλέπουμε πάλι ότι η κατάφαση στην αξία της ζωής δεν είναι για τον Γιάννη Δάλλα ένα βίωμα παροδικό ή μακρόχρονο, αλλά ένα βίωμα ριζωμένο, καρποφόρο που σφραγίζει το στοχασμό και την ψυχή του καθώς «τραβά για τα ορεινά της τέχνης και μονολογεί / «...λαξεύω ένα κομμάτι πέτρα και δεν βλέπω ποιά μορφή / μέσα της κρύβεται /...Ο Αντρέας Εμπειρίκος ή ο Ανδρέας Κάλβος;».

Επιστρέφοντας στα ποιήματα της συλλογής Στοιχεία Ταυτότητας7 μετά από τα Σκηνικά της Νύχτας και τις Γεννήτριες8, είναι σαν να επιστρέφουμε από μια κατάδυση σ’ ένα πλούσιο κι απρόβλεπτο βυθό στην ταραγμένη επιφάνεια μιας θάλασσας που ανεμοδέρνεται κι ωστόσο διατηρεί όλους τους ορίζοντές της ανοιχτούς.
Τα πέντε μεγάλα ποιήματα που ακολουθούν τα Ακραία λειτουργούν σαν ακτινογραφίες της εποχής μας όπου αποκαλύπτονται οι τρομερές υπάρχουσες ή αρχόμενες παθογένειές της. «Η Μηχανή», η «Εκποίηση», «Οι Ιδεοπράχτες», το «Μάθημα Ανατομίας» και «Το Φάντασμα του Κόσμου» είναι ποιήματα πολυεπίπεδα όπου ο ποιητής με λόγο εξαγγελτικό έως και προφητικό, χειρίζεται αβίαστα τους μεταφυσικούς ψιθυρισμούς της Μούσας του παράλληλα με τη γνώση της Ιστορίας και των δυναμικών ανατροπών της. Κι αυτή η εξωστρεφής μετάβαση από το εσώτατο σύμπαν του δημιουργού στην αγορά του κόσμου γίνεται με τους όρους του ποιητή, ο οποίος αφού έχει πρώτα καταβυθιστεί εντός του μπορεί και επιστρέφει στον κοινωνικό ιστό που τον περιβάλλει και στη συλλογική – ιστορική μνήμη, διατηρώντας την προσωπική του ταυτότητα. Η εξωστρεφής αυτή μετάβαση (που ήδη υποδηλώνεται και από τα Ακραία) μάς υπενθυμίζει πως μια κοινωνία, όπου διαρρηγνύεται ο ανθρωποκεντρικός της ιστός και η ιστορική της συνέχεια, γίνεται όλο και περισσότερο ευάλωτη. Κάτω από τη διαρκώς αυξανόμενη πίεση των καθημερινών υπαρξιακών εκρήξεων, ο Άνθρωπος κινδυνεύει να βουλιάξει σε μια ρευστή πραγματικότητα, εκτός αν κατορθώσει να κρατηθεί από μια στέρεη βιωματική πίστη, κοντολογίς από μια οντολογική βεβαιότητα ότι η ύπαρξή του συνδέεται με μια αλληλουχία γενεών που κατατείνει σ’ έναν προορισμό. Ισχυρός σύμμαχος σε μια τέτοια προσπάθεια είναι η γνώση της Ιστορίας, καθώς μας δείχνει τις συνέπειες των προθέσεων, των λαθών, των ελιγμών και τελικά μέσα από τ’ αποτελέσματα το «εν δυνάμει» των αποφάσεων και των πράξεων.
Στα Στοιχεία Ταυτότητας τα πέντε ποιήματα λοιπόν (μετά τα Ακραία) πραγματεύονται το καθένα μια υπάρχουσα ή «εν δυνάμει» παθογένεια των καιρών μας, που μπορεί να διαβρώσει (αν δεν το έχει κάνει ήδη) τον κοινωνικό ιστό και ν’ αφήσει τον άνθρωπο μετέωρο χωρίς ουσιαστική μελλοντική προοπτική. Και για να καταδείξει αυτές τις παθογένειες ο ποιητής «στήνει» με τον πλούσιο λόγο του υπερβατικά σκηνικά, όπου ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού, ενώ όλα μοιάζουν να είναι εφικτά ή αναμενόμενα.
Ένα τέτοιο σκηνικό διαμορφώνεται και στο ποίημα «Η Μηχανή» (το πρώτο από τα πέντε). Ήδη από το motto δίνεται η αίσθηση ότι πρόκειται να συμβεί κάποια θαυμαστή μεταστοιχείωση : «Ελευθερώθηκε απ’ τις σάρκες κι έμεινε μετέωρη / με τη σπονδυλική της στήλη για απογείωση». Ποιός όμως θα προκαλέσει αυτό το αναμενόμενο θαύμα; Οι ανεξερεύνητες ουράνιες δυνάμεις, η δύναμη της Φύσης ή ο Άνθρωπος; Κι αυτό το ερώτημα διατρέχει όλο το ποίημα σαν μια διαρκή αντίθεση -την οποία ο ποιητής εντάσσει αβίαστα στον κορμό του ποιήματος- ανάμεσα στο απρόβλεπτο φυσικό περιβάλλον, που είναι ο οικείος χώρος της ζωής, και στον προβλέψιμο δομημένο χώρο του ανθρώπου, όπως δια-μορφώνεται από το ανοίκειο περιβάλλον της μηχανής.
Παράλληλα δηλώνεται και η πηγή αυτής της αντίφασης, που είναι η αλαζονεία, η άρνηση ή αδυναμία του ανθρώπου να οριοθετήσει την ύπαρξή του σ’ ένα φυσικό περιβάλλον όπου η ζωή διατηρεί την αδιαπραγμάτευτη αξία της μέσα στην ανεξερεύνητη δυναμική της.
«Η ώρα δώδεκα των ασπασμών / και του λυμένου ταύρου / πήρα απ’ το μπαρ το ασανσέρ / κι ανέβαινα / οινοβαρής προς το ιώδες / Κανένας μέσα...Τί νιτσεϊσμός / μόνος ν’ ανακηρύσσομαι ουρανός / να χρίομαι μελανοβάμων ...».
Κι αμέσως μετά ο ποιητής σαν ιχνευτής ενός φουτουριστικού τοπίου –που μπορεί να είναι κι οι θάλαμοι ενός νοσοκομείου σε εφημερία- διασχίζει την αγωνία του ανθρώπου που βιώνει τους περιορισμούς που θέτει η φύση του και συγχρόνως οραματίζεται ό,τι ξεπερνά αυτούς τους περιορισμούς.
«Βγαίνοντας στο πρανές του διαδρόμου / η ελαφίσια μου έκπληξη / κάτι σαν ράντισμα φτερών σε κρήνη / Δεξιά κι αριστερά μονόκλινα / κι είδα τους σκελετούς στις κλίνες τους / είδα τα σύνεδρα νευρόσπαστα / ασπόνδυλα / Δεν έσκυψα στο μάτι του φεγγίτη / για μένα αλλού ο κήπος των Μουσών / ...εκεί σεντόνια σύννεφα υδροχαρή / οι ορίζοντες τοπία τροπικά».
Οδύνη – και αυτογνωσία ωστόσο- αισθάνεται ο άνθρωπος που βιώνει την ύπαρξή του «ως σκεύος κεραμέως» ως σκεύος που μπορεί να συντριβεί ανά πάσα στιγμή, αφήνοντας μι’ ανάμνηση σαν «Φύση νεκρή που διονυσιάστηκε». Και τί μπορεί ν’ αντιπαραθέσει ο ευάλωτος άνθρωπος στην αδυσώπητη πραγματικότητα του θανάτου; Τον πόθο του που σαν «υψικάμινος» υψώνεται σε «ορίζοντες παραπετάσματα χαλκού /...απ’ όπου ξάφνου πρόβαλεν ηράκλειος / ο νέος χαλκουργός και σφυρηλάτης / (απ’ τα χυτήρια της νυχτός ο Ήφαιστος)». Γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη από έναν από μηχανής θεό που θα δώσει λύση στο δράμα του και θα γιατρέψει το ευάλωτο της φύσης του, έστω κι αν αυτός ο θεός έρχεται «απ’ τα χυτήρια της νυχτός» κι όχι από το ουράνιο φως. Ο άνθρωπος χρειάζεται ένα θαύμα ακόμη και περιορισμένο ή πρόσκαιρο, αρκεί να του δώσει την ψευδαίσθηση της ζωής
«στα ηλεκτρισμένα μέλη έχυσε τη μηχανή / κι η μηχανή σαν σώμα ανατανύστηκε / με σπινθηρίσματα ψυχής»
κι ο ποιητής με την εναλλαγή έντονων εικόνων και την πυκνή ακολουθία ρημάτων, μιλά για τη φρενήρη δράση των ανθρώπων που πασχίζουν να κατασκευάσουν ένα τέτοιο «θαύμα»
«της φόρεσε λοφία από ασημόβεργες /...την έχρισε με φίλτρα εξωτικά / ...την άλειψε τη ράντισε τη στίλβωσε / την πότισε με υγρά για την εκτίναξη»
ώσπου η μηχανή ολοκληρώθηκε, ανθρωποποιήθηκε –ή μήπως ο άνθρωπος μηχανοποιήθηκε;- «και τώρα πλέει μες στο λάδι του γλαυκού / η έλαφος των ελασμάτων».
Ωστόσο αυτή η θαυμαστή μεταστοιχείωση της μηχανής ή του ανθρώπου δεν έχει τέλος –όπως και η αλαζονεία δεν έχει όριο- γιατί τελικά τίποτα «δεν τη χωρά είναι ρηχός ο ουρανός». Όμως κάποτε ξημερώνει και το όνειρο διαλύεται
«Κι ύστερα ο ήλιος έλιωσε τα μέταλλα / έλιωνε κι ανακύκλωνε τα αισθήματα / στο χωνευτήρι της αυγής»
κι ο ποιητής, που σ’ αυτό το ποίημα επιλέγει το πρώτο πρόσωπο σαν να βιώνει ο ίδιος τις συνέπειες αυτής της ατέλειωτης μεταστοιχείωσης, συναρμολογεί «τα τελευταία λάφυρα του ταξιδιού / -τα κρυσταλλώματα του ονείρου-» προσμένοντας «...ν’ αρχίσει πάλι / η δοκιμή / για την ουράνια πτήση / νύχτα τη νύχτα να συνεχιστεί το θαύμα».
Γιατί αυτό το θαύμα σαν αλληλουχία ονείρων, συμβαίνει τις νύχτες μόνο, επαναληπτικό και ποτέ οριστικό, σαν μια φανταστική μηχανή που μπαίνει σε λειτουργία και σταματά στα παραγγέλματά μας. Και ο κατασκευαστής της, ο άνθρωπος σαν ένας άλλος «χαλκουργός Ήφαιστος», «καμινεύει» στο σκοτάδι το «θαύμα» του, δίνοντας μια προσωρινή παράταση ζωής στη νεκρή φύση «που διονυσιάστηκε»∙ ο άνθρωπος-υπεράνθρωπος που στηρίζεται επιτέλους στις δικές του δυνάμεις αποκλειστικά κι όχι σε κάποια ανεξερεύνητη δύναμη έξω απ’ αυτόν, που μπορεί να είναι ο Θεός ή η απρόβλεπτη δυναμική της φύσης.

Στο επόμενο ποίημα Εκποίηση, ο Γιάννης Δάλλας μάς εισάγει «στις παρόδους της αγοράς» του κόσμου, όπου τα γεγονότα βουίζουν «...πνέοντας / στη χοάνη της σαν ανεμοστρόβιλοι», παρασύροντας σ’ αυτήν την αδιάκοπη εναλλαγή «χείλια και φιλιά φυσερά τ’ ουρανού» ενώ γύρω σκορπίζουν «Χιλιάδες δούναι-λαβείν ανεμόδαρτα».
Ήδη από τον πρώτο στίχο –«ξημερώνει μέρα πολύκροτη»- ο ποιητής μάς γειώνει σ’ έναν άλλο χρόνο, όπου δεν υπάρχει κάποια ευδιάκριτη αλληλουχία (όπως π.χ. στις «Γήινες Νύχτες» που η καθεμία είναι ένας οδυνηρός σταθμός). Σ’ αυτό το χρονικό καμβά απουσιάζουν οι οριοθετημένες αναφορές και όλα, όνειρα, αγάπες, επιθυμίες, συμφύρονται μαζί με τα «γεγονότα-σφαγεία» σ’ ένα χρόνο αγοραίο, κατακερματισμένο, καθώς είναι «’Ολοι επί ποδός.../ για το κυνήγι της σκύλας Επιτυχίας», «για την ηδονή του κορμιού και του κέρδους».
Γιατί «στις παρόδους της αγοράς» ο χρόνος δεν υπηρετεί τον άνθρωπο αλλά μια «σκύλα θεά» την Επιτυχία που «μπήκε στην αγορά μυστικός υλοτόμος / σαν καρδιοσχίστης και σαν το σαράκι / σαν το σαράκι του Δέντρου της Γνώσεως / να σχίζεται η ρίζα / και τα πουλιά στα κλαδιά να σαρώνονται».
Βήμα βήμα ο ποιητής σκιαγραφεί και χρωματίζει την παγίδα που απλώνει «Η σκύλα θεά» σαν ιστό αράχνης, σαρώνοντας κάθε τι που υπενθυμίζει το μέτρο του Ανθρώπου. Και μαζί σαρώνονται οι ίδιες οι ρίζες μας, που μας έθρεψαν αιώνες, το φυσικό περιβάλλον, οι πολιτιστικές παραδόσεις, οι πνευματικές και ηθικές αξίες. Με τι αντικαθίστανται άραγε οι απώλειες αυτές; Με την «Επιτυχία»; Με μια «αλυσίδα από Τράπεζες /.../ Οι γνωστές παροχές...» που στο τέλος καταλήγουν μαζί με την «...πίστη στα οράματα / όλα στο σφυρί διαμαρτυρημένα»;
Το ποίημα σκιαγραφεί έντονα την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της εποχής μας, που κυριαρχείται από «Τόσα οδοντωτά γεγονότα.../Από πού να πιαστείς; / Η μεταμόρφωση αέναη...». Είναι γειωμένο στη σύγχρονη κοινωνία όπου όλα ζυγίζονται στη ζυγαριά των εμπόρων («ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ η γνωστή επανάληψη») ή εξωθούνται να γίνουν μετρήσιμα κι εμπορεύσιμα. Η αίσθηση που αφήνει τελικά «το κυνήγι της σκύλας Επιτυχίας» είναι ενός οριακού πολιτικού, κοινωνικού, συναισθηματικού και εν τέλει ψυχικού αδιέξοδου -«Κι η πόλη βραδιάζοντας / με κλειστές τις εξόδους ηχεί σαν κερματοδέκτης / όπου περνά ο καθένας κι αφήνει τη μέρα του»- όπου ο καθένας απομονωμένος «...διασκεδάζει την πλήξη του / πυροβολώντας με το τηλεκοντρόλ την οθόνη» κι όλα τα συναισθήματα υποβαθμίζονται σταδιακά σε μια ρηχή «φτηνή χαρμολύπη».
Ο ποιητής στήνει το εφιαλτικό σκηνικό που έχει εγκαθιδρύσει στην εποχή μας η «Επιτυχία» -ή η ψευδαίσθησή της- συναρμόζοντας με χαρακτηριστική άνεση μεταφυσικούς-θρησκευτικούς συνειρμούς («το σαράκι του Δέντρου της Γνώσεως», «Από τον καρποσυλλέκτη Αδάμ», «του μάγου που παραφρόνησε...έρμαιος / των σκοτεινών δυνάμεων») με προσωπικότητες της πρόσφατης ιστορίας (Άνταμ, Μάρξ, Φρόυντ) και με εύστοχες λογοτεχνικές παραπομπές (Λώρενς, Σολωμός, Παπαδιαμάντης). Παρ' όλες αυτές τις πυκνές ποικίλες αναφορές, το ποίημα διατηρεί αδιάσπαστη τη συνοχή του, που ισχυροποιείται κι από το γεγονός ότι είναι ένα ποίημα κυκλικό που αρχίζει με μια «μέρα πολύκροτη» και καταλήγει με την προφητική επισήμανση: «και το ματς μεταξύ δολλαρίου και μάρκου / μετά τα μεσάνυχτα / συνεχίζεται».
Κοντολογίς ο Γιάννης Δάλλας επιτυγχάνει τη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερα ρεαλιστικού υπόβαθρου απαραίτητου για να «πατήσει» το ποίημα πάνω σ’ αυτό και να εξερευνήσει τις ροπές που διαμορφώνονται από τα καθημερινά πεπραγμένα μας. Και μέσα απ' αυτήν την εξερεύνηση να ιχνηλατήσει την προοπτική μας, το μέλλον μας ως κοινωνίας, όπως το συλλαμβάνει η ακονισμένη ποιητική διαίσθησή του, η στέρεη βάση μιας ευρύτατης αφομοιωμένης γνώσης και όπως το αποκωδικοποιεί τελικά η πηγαία τέχνη του.

Μετά την Εκποίηση, ακολουθούν οι Ιδεοπράχτες, δηλαδή οι ηθικοί αυτουργοί της Εκποίησης, θα μπορούσαμε να πούμε.
Εδώ ο ποιητής ξαναδιαβάζοντας την Κόλαση του Δάντη σε τόπο με ισχυρό συμβολισμό -άλλοτε ιερό- κοντά στο αρχαίο νεκρομαντείο του Αχέροντα και στο Μεσοπόταμο (το σημερινό οικισμό) κατεβαίνει “...στον Άδη / εκεί που ο Ποιητής γεωμετρούσε / τους κύκλους μιας φριχτής θεοδικίας / ...Των τιμωρών και των τιμωρημένων” και συναντά τους ”φραξιονιστές”, τους “προδότες”, τους “συνωμότες με τις σάρκες στα θηρία”, ωστόσο όταν φθάνει “Μέχρις ενάτου κύκλου της Κολάσεως” όπου συναντά τους προδότες των ανθρώπων, της πατρίδας και του Θεού (άρα και ο έσχατος τόπος της ανθρώπινης αλαζονείας και της αντίστοιχης Δίκης που επιφέρει) δεν βλέπει τους προδότες της δικής του -και δικής μας- εποχής, τους προδότες των Ιδεών. Γι' αυτό, αναρωτιέται: “Μα πού' ναι ο δέκατος και πού οι ιδεοπράχτες;”
Σ' αυτό το ποίημα ο Γιάννης Δάλλας εξερευνώντας τους κύκλους της Κόλασης του Δάντη, αφήνεται να οδηγηθεί από τον Μεγάλο Τοσκάνο ποιητή (“Ο ποιητής τον ποιητή χειραγωγούσε”) ωστόσο κάνει παράλληλα και τη δική του διαδρομή στο γενέθλιο τόπο και στην πρόσφατη ιστορία “Ανάμεσα από ζωντανούς κι από νεκρούς”. Μια οδυνηρή διαδρομή, θάλεγε κανείς, που περνά μέσα από την “τρίγλωσση ρουφήχτρα / Πυριφλεγέθων Κωκυτός Αχέροντας” τα ποτάμια που αρδεύουν το σκοτεινό βασίλειο των νεκρών και συνεχίζει πέρα από “τις μαγγανείες των Σελλών / με τους παράξενους χρησμούς / “ήξεις αφήξεις ουκ...” και το νεκρομαντείο και “την ψευτοΠερσεφόνη”, όπου το πονηρό ιερατείο των αρχαίων χειραγωγούσε τις διάπυρες ελπίδες των ανθρώπων να συνομιλήσουν με τους νεκρούς τους, χρησιμοποιώντας παραισθησιογόνα, τροχαλίες που εμφανίζανε φαντάσματα και τελικά όλους τους “Μηχανισμούς του Κάτω και του Απάνω κόσμου”.
Μα ο ποιητής δεν σταματά εδώ. Προσπερνά τα φαινόμενα για να φθάσει πέρα από την Ιστορία, στο ίζημα του βιωμένου Χρόνου, εκεί όπου του “μίλησε ο οιωνός”, “ ...όταν ο πύργος σωριάστηκε / και μέσα απ' τα ερείπια / ...σ' αυτή την καινούργια / Βαβέλ των μεταναστεύσεων /...κράτησα από το ταξίδι / την ιδέα του πύργου / κι όχι το σχήμα του / που κατέρρευσε”. Γιατί κάποτε τα ιστορικά γεγονότα οδηγούν σε απρόβλεπτες στροφές ανατρέποντας τους ιδεώδεις “πύργους” που υψώνουμε (όπως στην πρόσφατη Ιστορία με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) ώστε φαίνεται σαν να μην μένει τίποτα άλλο, παρά ένα πικρό αδιέξοδο. Κι ο ποιητής αναμετριέται μέσα σ' αυτή τη διαδρομή με ό,τι κι όποιους οδήγησαν σ' αυτό το αδιέξοδο, αναζητώντας εκείνους που πάτησαν πάνω στο ηθικό έρεισμα της Δικαιοσύνης, εκείνους που εκμεταλλεύτηκαν και πρόδωσαν τις προσδοκίες ανθρώπων και λαών, τους “Ιδεοπράχτες με τ' όνομα” που τώρα “...περιφέρονται ασύδοτοι / ήσυχοι κι ατιμώρητοι στις παρόδους της ιστορίας”.
Μπορεί να πει κανείς ότι πάντα έτσι γράφεται η Ιστορία, με θύτες και θύματα. Ωστόσο στην εποχή μας η εφαρμογή -ή η εκμετάλλευση- της Ιδέας (με την έννοια του Ιδανικού) παίρνει άλλες διαστάσεις μέσα από τα εργαλεία της σύγχρονης πολιτικής και διπλωματίας, αποκτά νέα δυναμική μέσα από τον ορθολογισμό και την εξέλιξη της επιστήμης και τις εκπληκτικές δυνατότητες της τεχνολογίας, ενώ παράλληλα αποκόβεται από μεταφυσικές επιρροές και πολιτισμικές παραδόσεις. Κι οι πολιτικοί ακολουθώντας αυτή τη νέα δυναμική, χειρίζονται τις ιδέες ή την Ιδέα, επινοώντας διαρκώς νέους τρόπους δέσμευσης των προσδοκιών και των οραμάτων των λαών. Κι άραγε τί είναι πραγματικά Ηθικό και Δίκαιο όταν την πραγμάτωση της Ιδέας αναλαμβάνουν οι χειραγωγοί υποκριτές, οι “Ιδεοπράχτες με τ' όνομα”, ενώ οι λαοί τους ακολουθούν σαν “μάζες αδέσποτες / με μιαν αθέατη πληγή την Ιδέα που πίστεψαν / κι έγιναν αιμοδότες της σ' έναν αιώνα που αιμορραγεί και / σφαδάζει”.
Γιατί ο αιώνας μας είναι η εποχή όπου το μεγάλο Κενό ορθώνεται απειλητικά σε κάθε στροφή της Ιστορίας, πάνω από τα συντρίμμια ενός κόσμου που χάνεται χωρίς να παραδίδει τη σκυτάλη της ελπίδας στον επόμενο.
Ίσως γι' αυτό ο Γιάννης Δάλλας ρωτά -με τον απαιτούμενο σεβασμό στους αιώνες ζωής του έργου- τον Δάντη: “-Μεγάλε Τοσκάνε πώς άφησες έξω απ' την Κόλαση τους ιδεοπράχτες;” προτείνοντας έναν ακόμη βαραθρωμένο κύκλο στην τοπιογραφία της Κόλασης “σαν δρακοντόστομα” του αρχαίου όφι της Αποκάλυψης, για εκείνους που πρόδωσαν την ίδια την Ιδέα, γι' αυτούς που πούλησαν οράματα στους αγωνιστές, ιδεολογία στους ιδεολόγους, προσδοκίες στους λαούς, παίρνοντας αίμα και δίνοντας σ' αντάλλαγμα ένα σκηνικό ομοιόμορφης ευτυχίας που τελικά δεν ήταν παρά «ένας πύργος ...που κατέρρευσε».

Στο ποίημα που ακολουθεί, ο ποιητής ακτινογραφεί μια άλλη παθογένεια της εποχής μας, εξερευνώντας πάντα τα όρια της αλαζονείας του ανθρώπου. Στο Μάθημα Ανατομίας λοιπόν, παρακολουθούμε την περιδιάβαση ενός διάσημου ψυχίατρου στους λαβυρίνθους του ανθρώπινου εγκέφαλου, που πιστεύει πως μέσα από την επιστημονική έρευνα και το πείραμα μπορεί να εξηγήσει τον ίδιο τον άνθρωπο. Βήμα βήμα αποκαλύπτεται η φιλοδοξία και εν τέλει η ματαιοδοξία του επιστήμονα που προχωρά ακάθεκτος και με πεποίθηση στη δύναμή του ώσπου γίνεται σκλάβος της εμμονής του και χάνει τον έλεγχο ολοκληρωτικά.
Δύσκολο εγχείρημα να “χωρέσεις” σ' ένα ποίημα τη σταδιακή μετάλλαξη της φυσικής ανθρώπινης φιλοδοξίας στην πιο επικίνδυνη αλαζονεία, όταν ο άνθρωπος πασχίζει να παίξει το ρόλο του Θεού.
Ωστόσο ο Γιάννης Δάλλας στηρίζεται στην ήδη υπάρχουσα εμπειρία και σε πραγματικά γεγονότα κι έτσι γειώνει από τους πρώτους στίχους το ποίημα παραπέμποντας σε μια μέθοδο αντιμετώπισης σοβαρών ψυχιατρικών νόσων που εφαρμόστηκε και απέτυχε: τη λοβοτομή.
“Ο δόκτωρ Μακ Λιν δοκιμάζοντας / τη λοβοτομή ανασκίρτησε / ανάμεσα από νευρώνες και έλικες / είδε να ζωντανεύει το πείραμα / Ώρα ν' αρχίσει το μάθημα”.
Η λοβοτομή επινοήθηκε από έναν Πορτογάλο νευροχειρουργό, τον Έγκας Μόνιτζ, το 1935, εφαρμόστηκε πειραματικά από τον ίδιο αρχικά σε ασθενείς του ψυχιατρείου της Λισσαβόνας, κέρδισε φανατικούς υποστηρικτές αλλά και πολέμιους, δημιουργώντας κύματα επικρίσεων. Η μέθοδος αυτή -που χάρισε στο Μόνιτζ το βραβείο Νομπέλ το 1949- προκάλεσε ερωτήματα που παρέμειναν αναπάντητα και δεν θεωρείται πλέον έγκυρη. Πολλοί ασθενείς που την υπέστησαν έμειναν φυτά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η λοβοτομή είναι μια εύκολη και άμεση “θεραπεία”, αφού δεν είναι παρά η αποκοπή των νευρικών ενώσεων ανάμεσα στους μετωπιαίους λοβούς και στον υπόλοιπο εγκέφαλο. Μ' άλλα λόγια επιλύει τα προβλήματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και μαζί της τον πολυδαίδαλο εγκέφαλο μ' έναν εξαιρετικά απλό, πειραματικό, τρόπο. Ωστόσο όπως γράφει ο ποιητής, σε όλα αυτά τα απλά πειράματα υφέρπει πάντα και καραδοκεί ένα αιφνίδιο Χάος ανεξέλεγκτο:
“Μεταξύ του ακρωτηρίου “Η Άβυσσος” / (δεξιά η χαράδρα των εκτελέσεων) / και της ταραχής των λαγόνων μου / (τους κρατήρες τόσων εκρήξεων) / γύρισέ με από ζώνη σε ζώνη / ...σύρε την κροκοδείλια ψυχή μου / αλχήμισέ την πριν... / ...σε κατασπαράξει”.
Κι ο κίνδυνος απ' αυτήν την ανεξερεύνητη Άβυσσο, σαν ο υπόκωφος ήχος ενός τυμπάνου που καλεί σ' έναν “ακήρυχτο πόλεμο”, ελλοχεύει σε κάθε βήμα του ορθολογιστή επιστήμονα, ο οποίος κραδαίνει την επιστημονική του μεθοδολογία σαν το ραβδί ενός Μάγου, πιστεύοντας πως μ' αυτήν θα ελέγξει την ίδια τη ζωή.
“Εδώ κάτω είν' η γη σαν εγκέφαλος / έλεγε / με λοβούς και καντόνια.../...τους κροταλίες πλωτούς σαν ερπύστριες / τα αιλουροειδή σε κάθετη εφόρμηση / σ' όλη την κορυφογραμμή των αισθήσεων /...και βλέπω / τη δαρβινιάδα σφαδάζουσα γύρω μου / ...Και ξάφνου να λάμπει μ' ένα φως ουρανίου δοσμένος / ...ο καινούργιος εγκέφαλος”.
Όμως το μυστήριο της ζωής ξεγλιστρά διαρκώς μέσα από τα χέρια του επιστήμονα, δεν υποτάσσεται στη γραμμική λογική του, αλλάζει διαρκώς μορφές και κατεύθυνση, εκτοξεύεται και συγχρόνως παραμένει ανέγγιχτο ως γόμωση. Κι ο άνθρωπος που προσπαθεί να ερμηνεύσει και να ελέγξει το μυστήριο αυτό μονάχα με τους όρους της Επιστήμης, σαν μικρός μαθητευόμενος μάγος, τελικά χάνει τον έλεγχο και άθελά του προετοιμάζει τον εφιάλτη της ανθρωπότητας, τις ανεξέλεγκτες μεταλλάξεις, ναρκοθετώντας την ίδια τη Ζωή.

(...)

Σ' όλα αυτά τα ποιήματα, ο Γιάννης Δάλλας ερευνά κι αφουγκράζεται το σχήμα της ενέργειας εντός του, το χρόνο, τη βαρύτητα των πόθων, την ύλη που υπήρξε φλογισμένη, πύρινη, ρευστή «σαν μια μορφή ορυκτή / που έβγαζε σπίθες»9, ενώ συγχρόνως οι μυθολογικές και ιστορικές αναφορές (όπως ο Αρίων και η Διοτίμα «Στο Φάντασμα του Κόσμου») διαμορφώνουν ένα ευρύτατο πεδίο συνειρμών που αντλούν από τη συλλογική μνήμη.
Ο ποιητής βυθίζεται εντός του και επιστρέφει πάλι στον κόσμο έχοντας ισχυροποιήσει την οντολογική του ταυτότητα. Γιατί μέσα από το στοχασμό του και την πτήση του αισθήματος που γειώνεται αβίαστα στα βιώματα, αναδύεται η αδήριτη ανάγκη της ζωής και της δημιουργίας. Κι η στάση αυτή είναι σαν πυξίδα που ο κίνδυνος της απώλειάς της δίνει τον προφητικό τόνο στην ποίηση του Γιάννη Δάλλα, σκιαγραφώντας το αδιέξοδο που προετοιμάζει μια τέτοια απώλεια. Τραγική είναι η υπέρβαση των ορίων του ανθρώπου που δεν είναι ούτε αθάνατος, ούτε θεός, ούτε μηχανή. Του ανθρώπου που κινείται μέσα σ' ένα όλο και πιο αποσαθρωμένο κοινωνικό ιστό, γεμάτο από οδυνηρές μνήμες. Μέσα σ' ένα τέτοιο ιστό η δημιουργική ορμή που κινητοποιεί τη ζωή κινδυνεύει να βουλιάξει για πάντα μέσα σε μια κινούμενη άμμο.
Κι εδώ ο Γιάννης Δάλλας χρησιμοποιώντας το στέρεο έρεισμά του, την πυξίδα της ποίησης, τη γνώση της ιστορίας και την κριτική του μνήμη, δίνει τη δική του απάντηση στο αιώνιο υπαρξιακό δίλημμα του ανθρώπου, αποδεχόμενος το μυστήριο της ζωής και τη λυτρωτική δύναμη της δημιουργίας. Κι η θέση αυτή φαίνεται πως πηγάζει από τη γνώση ότι η ύπαρξή μας συνδέεται και συνεχίζει μέσα από μια αλληλουχία γενεών και κατατείνει σ' έναν αδιαφιλονίκητο προορισμό.
Η πεποίθηση αυτού του προορισμού εξισορροπεί τη ρευστότητα των συνθηκών (ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών, ψυχολογικών κ.λ.π.) τον διαρκώς μεταμορφούμενο χωρόχρονο και υψώνει τον άνθρωπο στο επίπεδο του δημιουργού.
Κοντολογίς η ποίηση του Γιάννη Δάλλα, πλούσια σε εικόνες και ήχους και συγχρόνως συνεκτική, δυναμική με ανοιχτούς ποιητικούς ορίζοντες και ταυτόχρονα γειωμένη στα βιώματα και στην ιστορία, μας καλεί να συνειδητοποιήσουμε τον αγώνα του ανθρώπου που πασχίζει να διατηρήσει τη μνήμη του προορισμού του. Μας καλεί να στοχαστούμε την ανάγκη αυτού του αγώνα, να αισθανθούμε ότι ανάμεσα στην αμφιβολία του υπάρχειν μέσα σε αντίξοες ρευστές συνθήκες, που συχνά διαμορφώνουν ένα εφιαλτικό τοπίο και στην πεποίθηση ενός οντολογικού προορισμού, η Ζωή αντιτάσσει τη δύναμη του μυστηρίου της, πηγαία, ανεξάντλητη κι ανεξερεύνητη, την αδιαπραγμάτευτη αξία της, διαλύοντας κάθε αμφιβολία και ηττοπάθεια. Ο ποιητής όμως μας υπενθυμίζει παράλληλα πως αυτή η νίκη και η δημιουργική δύναμη που προσφέρει δεν επιβάλλεται σε κανέναν, αλλά κατορθώνεται μόνο μετά από ένα πόλεμο, μετά από σκληρό αγώνα και με όρους ελευθερίας, με τη βούληση του ανθρώπου, αφού η ελευθερία είναι αξία σύμφυτη με τη ζωή.
Κι ίσως αυτό ακριβώς το μυστήριο και τη δημιουργική δύναμη της ζωής να πραγματεύεται τελικά η ποίηση, σαν τόπο ιδανικό κι ελεύθερο, συντρίβοντας διαρκώς τα στεγανά του αισθητού χωρόχρονου, ανοίγοντας το λόγο σε άλλη προοπτική του χώρου και του χρόνου της ψυχής.

Εύα Μοδινού

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΘΕΜΑΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», τεύχος 46, 2011
Αφιέρωμα στον Γιάννη Δάλλα


1 το ποίημα με τη μορφή και τον τίτλο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μανδραγόρας». Στη συλλογή Γεννήτριες είναι συνεπτυγμένο και έχει τίτλο «Εκμαγείο της Νύχτας».
2 «Πάει Καιρός...» από τα Σκηνικά της Νύχτας (Γεννήτριες)
3 5ο ποίημα από Τα Ακραία (Στοιχεία Ταυτότητας)
4 ο.π.
5 η τελευταία ενότητα από την ομώνυμη Συλλογή
6 ο.π.
7 στα ποιήματα «Μηχανή», «Εκποίηση», κ.λπ. (μετά από τα Ακραία)
8 την ομώνυμη με τη Συλλογή τελευταία ενότητα
9 Από τις Γεννήτριες