Εύα Μοδινού
κριτικογραφία / για την ποιήση της Ζ.Δαράκη / επιστροφή

ΜΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗΣ

«Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν είμαστε
Γιατί εκείνη δεν υπήρχε πια εκεί...»

Πώς αντικρίζουμε την όψη του θανάτου, το νεκρό σώμα του αγαπημένου ή του οικείου προσώπου μέσα στην καθημερινή ροή του κόσμου που το περιβάλλει «με τη δύναμη μιας παράφορης σιωπής» ;
Είμαστε ζωντανοί και το αίμα κυλάει στις φλέβες μας μ’ ένα ρυθμό ψηλαφητό και οι αισθήσεις οριοθετούν αδιάκοπα το μικρόκοσμό μας, ώσπου άξαφνα βρισκόμαστε μπροστά σε μια αμετάκλητη και αβάσταχτη πραγματικότητα : το θάνατο του Άλλου που σ’ ένα άδηλο μέλλον θα είναι και ο δικός μας θάνατος.
Η Ζέφη Δαράκη στην ποιητική της συλλογή «Η Κρεμασμένη» αντικρίζει συγκλονισμένη
«το θαύμα της φρίκης
στο μισογκρεμισμένο μισόγυμνο σώμα της αγάπης
βυθισμένο ολόκληρο στη σκοτεινή θάλασσα
ενός απλησίαστου ρυθμού».
Αυτόν τον «απλησίαστο ρυθμό» ιχνηλατεί η ποιήτρια, άλλοτε προσπαθώντας να μιλήσει με τη σιωπή του θανάτου κι άλλοτε σκεπάζοντάς την με την επιτακτική ανάγκη της ζωής που πρέπει να κάνει τον απολογισμό της και να προχωρήσει.
Μα μπορεί κανείς να περι-γράψει τη σιωπή του θανάτου;
Η αδιάσπαστη σιγή, η ακινησία που γρήγορα γίνεται ακαμψία, η πρωτόγνωρη παγωνιά του χωρίς πνοή σώματος, η τόσο ανοίκεια, θέτουν όρια σπαραχτικά γύρω από τη νεκρή, που αρχικά δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει – άρα και ν’ αποδεχτεί ως γεγονός – μόνο να τα ξορκίσει μπορεί σαν κάτι που δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει.
«και ξαφνικά την είδε μα
σαν να μην είδε τίποτε ακόμη στάθηκε
Μήτε πλησίαζε μήτε έφευγε παρά κοιτούσε
που σιγά σιγά σηκωνότανε μαύρη σκόνη
από τα μάτια του ο κόσμος και
κάτι τον τύφλωνε».
Μετά τη θέα του θανάτου, ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει μονάχα μέσα στην ισχύ των νόμων της φύσης που μας κρατούν σ’ ένα στέρεο σύμπαν. Το νεκρό σώμα το υποδέχεται ακριβώς αυτή η άτρωτη συνέπεια των φυσικών νόμων που διέπουν το χωρόχρονο.
«Παρά μονάχα ο ήλιος το υποδέχτηκε
με ξαφνικούς αλαλαγμούς
...
Τώρα αργά ανέβαινε μια δύναμη από τη γη
Κι αυτό ήταν το μόνο οικείο κάλεσμα».
Όμως δεν είναι μόνο ο θάνατος αυτός καθ’ αυτός με την τρομερή αλήθεια του αλλά και η ιλιγγιώδης βία της πράξης που έχει αποτυπωθεί στο νεκρό σώμα, αλλάζοντας δραματικά την αίσθηση του χρόνου, του χώρου και εν τέλει της ίδιας της ζωής. Ακόμη και τα στοιχεία της φύσης περι-έχουν αυτό το σώμα χωρίς να μπορούν να το δεχτούν με κάποιο γνώριμο τρόπο.
«περνούσαν οι ώρες πλήθη αγριεμένα
κι ένας μεγάλος ερειπωμένος αέρας
αλυχτούσε
...
γύρω απ’ το κορμί της γυναίκας
Που μήτε κουνιότανε πια
απ’ τον κατάξερο ανυποψίαστο αέρα».
Το φως που διαχέεται γύρω από την Κρεμασμένη είναι πικρό «απορροφημένο σαν απ’ το αίμα ενός εγκλήματος». Κι αυτό ακριβώς το «φως» σε καλεί σε μια αναδρομή, σε μια επιστροφή εκεί όπου εκκολάφθηκε η πράξη του θανάτου.
Πρέπει , άραγε, να επιστρέψει η ποιήτρια εκεί;
«Μα γιατί αχρηστεύεις τη λογική της ζωής;»
Την πανίσχυρη λογική της ζωής, το πρέπει της συνέχειας μετά το θάνατο του Άλλου, μάς υπενθυμίζει η Ζέφη Δαράκη σχεδόν με έκπληξη, καθώς διαπιστώνει πόσο διαφορετικά καταχωρούνται από τον καθένα μας οι εμπειρίες -σαν ζώσες αναμνήσεις- σε τούτο το «τρομερό παιχνίδι του Θεού».
«Πώς πίστεψα πως το άστρο της ανάμνησης
ήταν δικό μου καθώς
αποπλανητικά φτεροκοπούσε στο δωμάτιο».
Η αναδρομή αυτή συντελείται σχεδόν μέχρι το τελευταίο ποίημα της συλλογής, ομότιτλο με το πρώτο που κλείνει κυκλικά την ποιητική σύνθεση.
Κι είναι μια επίπονη εμπειρία γιατί η μνήμη βομβαρδίζεται από πλήθος αναμνήσεων, που η κάθε μια ερμηνεύεται από την αρχή, αποκωδικοποιώντας το φοβερό περιεχόμενο των λόγων και των έργων. Ανάμεσα σ’ αυτές και αναμνήσεις άβατες -άραγε από την οδύνη που προκαλούν άβατες;- όπως αυτές που στέκονται μπροστά σε μια «κατάκλειστη πόρτα». Ίσως πριν τη μοιραία απόφαση ενός αυτόχειρα να υπάρχει πάντα μια τέτοια «κατάκλειστη πόρτα» σαν να είναι κάποιες καταστάσεις τόσο βαθιά ριζωμένες σε μια πανάρχαια νομοτέλεια ώστε τελικά να παραμένουν ανεξιχνίαστες.
Επαναλαμβανόμενοι στίχοι, όπως «το έρημο τίποτα των δωματίων», «παράξενα πρόσωπα άρχισαν να την κυκλώνουν», εντείνουν την αγωνιώδη διαδρομή της μνήμης και δημιουργούν την αίσθηση ότι η ποιήτρια πρέπει να φτάσει μαζί με τον αναγνώστη γρήγορα σ’ ένα τέρμα, όχι γιατί υπάρχει αυτό το τέρμα οριακά, αλλά γιατί αν σταθεί έστω και για λίγο, η νόηση θα χάσει τη ζωογόνο ροή της και θα πιαστεί αμετάκλητα στην αδιέξοδη απόγνωση που τινάζει πάνω στην ψυχή – σαν το φρικτό κεφάλι της Γοργώς – η ακίνητη μαρμαρωμένη θέαση του θανάτου.

Αν θέλει κανείς ωστόσο ν’ αναλύσει αυτήν την αναδρομή, θα διέκρινε μια αλληλουχία καταστάσεων -σαν χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου- που διαμορφώνεται σε ενότητες με κάποιους κρίσιμους σταθμούς. Και συγκεκριμένα :
Από το ΙΙ έως το VI ποίημα ανιχνεύεται η μνήμη που πασχίζει να συγκροτηθεί, να σχηματίσει το Πρόσωπο ή έστω ένα προσωπείο αποδεκτό από τους άλλους. Κυρίως ανιχνεύεται το άδηλο τρομαχτικό βάρος αυτής της προσπάθειας που συναντά την άγνοια ή την άρνηση των οικείων που τελικά είναι άγνωστοι.
«Άλλ’ αντ’ άλλων άνθρωποι έμπαιναν κι έβγαιναν
επιμένοντας πως ήταν οι δικοί της
Μα ποτέ δεν αναγνώρισε κανέναν».
Ιδιαίτερα στο ΙΙΙ ποίημα («Τέρατα και σημεία») περιγράφεται ένα περιβάλλον αφιλόξενο, αδυσώπητα σκληρό, όπου προετοιμάζονται αθόρυβα κι ανυποψίαστα οι πιο μεγάλες αστοχίες.
«Έμοιαζε έτσι οι χειρονομίες τους να εμπαίζουν τη ζωή
ύπουλα καθώς προετοίμαζαν το δρόμο θανάσιμων πράξεων».
Η ποιήτρια μάς καλεί να σκεφτούμε τη μακρά ανελέητη πάλη στην οποία νικήθηκε η ίδια η ιδέα της ζωής ως αυταπόδεικτη αξία. Και η πάλη αυτή μπορεί ν' αρχίσει ήδη από την τρυφερή παιδική ηλικία.
«Μερόνυχτα στα μέσα δωμάτια
ν’ αποκρυπτογραφεί την ξεχασμένη
λέξη της αγάπης-
κοριτσάκι αφηρημένο
από την αχρηστία του προορισμού του».
Στο τελευταίο ποίημα αυτής της ενότητας (VI-«Εκείνος με το τρισύλλαβο όνομα») η απόσταση από τους άλλους είναι τόση ώστε γίνεται πλέον εχθρική. Οι οικείοι είναι ξένοι, ακατανόητοι, έτοιμοι να κατασπαράξουν αυτό που δεν καταλαβαίνουν, με «το θηριώδες βάθος μιας κρυφής φωτιάς» ή να προσαρμόσουν στα κριτήριά τους αυτόν που δεν τους θυμίζει τίποτα από τον εαυτό τους
«Γίνε μειλίχια...Κοίταζέ μας και να μάς φοβάσαι».
Στο πρόωρα ερειπωμένο σύμπαν της Κρεμασμένης οι Άλλοι είναι μεγεθυμένες παρουσίες με καταλυτική δύναμη, όμοιοι με μικρούς θεούς που μπορούν να ενθαρρύνουν ή να αποτρέψουν την έκβαση κάθε προσπάθειας και τελικά αυτής της ίδιας της ζωής.
Η Ζέφη Δαράκη περιγράφει αυτό ακριβώς το σύμπαν μετακινούμενη αποφασιστικά από τη δίνη των ακινητοποιημένων βιωμάτων
«δεν είμαι καλά στη μοναξιά που καίγομαι
μεσ’ στη σερνάμενη νύχτα της νοσταλγίας μου»
έως τη μακρινή κατάφαση της ζωής, τότε που
«...τίποτα δε σε χώριζε από το έκθαμβο
αυτό πανδαιμόνιο
που το κάθε τι πεθαίνει
κι αμέσως γίνεται αιώνιο».
Στο δωμάτιο με τη φτέρη του ήλιου (VIΙ ποίημα) εισερχόμαστε στην κρίσιμη εποχή της ενηλικίωσης, όπου ωστόσο, το Πρόσωπο δεν δια-μορφώνεται αλλά αναδύεται «από ένα σκοτεινό βάθος σα γέννηση».
Η «ξεχασμένη λέξη» της αγάπης τώρα απλώνει ένα βαρύ ίσκιο πασχίζοντας να σαρκωθεί, να ενδυθεί το σώμα του Έρωτα ή έστω να λησμονηθεί μέσα σ’ αυτό
«ω απόγνωση της ατέλειωτης υποταγής μου
και της μυστικής μου εξαπάτησης»
για να καταλήξει στην απελπισία μιας άλλης «ξεχασμένης λέξης» αυτής του έρωτα.
«Έρωτα, λέξη ξεχασμένη
σημαία ξεπαγιασμένη
από αχόρταγο σκοτάδι και φως
Σκέπασέ με
Δεν είμαι καλά»
Ο εφιάλτης μοιάζει να ξεκινά από τη συνειδητοποίηση αυτού του περίκλειστου αδιέξοδου ανάμεσα στην αγάπη που δεν βιώθηκε σαν σκέπη αποδοχής και προστασίας και στο έρωτα που βιώθηκε σαν «αχόρταγο σκοτάδι και φως» αβάσταχτος στη βιαιότητα της φύσης του. Και η ταπείνωση που κάποτε υποβάλλει η ανάγκη της επι-κοινωνίας οδηγεί στην πλήρη αποσιώπηση του Προσώπου
«Κι η ξεχασμένη λέξη, παιδούλα κουρεμένη
και σερνάμενη μπροστά τους
ή σκυλί τυφλωμένο
Κι άλλοτε λουλούδι βαθιά περιφρονημένο».
Ίσως σ’ αυτό το σημείο να σφραγίζεται η μοίρα της γυναίκας που επιλέγει το θάνατο σαν να διεκδικεί μια άλλη ζωή και από εδώ ακριβώς να ξεκινά και ο μακρόσυρτος εφιάλτης όλων όσων ζουν στον κόσμο έξω από υπολογισμούς και σκοπιμότητες με μια αδιαπραγμάτευτη απαίτηση αγάπης και έρωτα. Γιατί για εκείνους δεν είναι «η αγάπη μια πράξη με τέλος και αρχή» (VIΙΙ ποίημα). Παραμένοντας προσηλωμένοι στην απόλυτη αλήθεια των προθέσεων των προσώπων δεν μπορούν να δεχτούν ότι ο κόσμος – άρα και ο Άλλος - μπορεί να ειδωθεί μόνο «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι». Γυμνοί και εκτεθειμένοι, θύματα της αθώας δίψας τους και ενός αγνού εγωισμού – «όλο σιωπή και υπεροψία η ψυχή τους...» - βλέπουν το κάθε τι γύρω τους να καταρρέει ώσπου
«σιγά σιγά τα πρόσωπα ξεραίνονται
ένας βοριάς απανθρωπίας τα δυναμώνει
και μπρος στο άνοιγμα συμβολικών παραθύρων
διατηρούνται χρόνια στην υπομονή
Ω γριές σκοπιμότητες
και γέροι υπολογισμοί...»
Από το VIΙΙ έως το ΧΙΙΙ ποίημα συντελείται μια ιλιγγιώδης απομάκρυνση από την ασφαλή χρήση – άραγε συμβατική;- κάθε μέσου που θα μπορούσε να γίνει γέφυρα ανάμεσα στην απελπισία και στην ελπίδα. Στίχοι εμβόλιμοι επαναλαμβανόμενοι, “Δεν έχω μέλλον πάνω στη γη...”, “Δεν έχω κανέναν πάνω στη γη” λειτουργούν σαν καταλύτες της αγωνίας γιατί η ζωή απέκτησε τόσο τρομαχτικές διαστάσεις που πλέον δεν μπορεί να ερμηνευτεί
«Όχι, δεν τις χρειάζομαι τις λέξεις
Τίποτα πια δε θέλουνε να πούνε
Χτυπούν με το κεφάλι κάτω σπάζοντας
τα ευγενικά φτερά τους
Μένει ένας ψίθυρος τρόμου και γογγυτών
να σέρνεται γύρω απ’ τις πράξεις
που δίχως στηρίγματα νοημάτων
παραπατούν και τρέμουν».
Η Ζέφη Δαράκη δρασκελίζει τη μνήμη με γοργά βήματα και μας πηγαίνει εκεί όπου όλα προετοιμάζουν την Πτώση κι είναι τέτοια η ταχύτητα αυτής της μετάβασης ώστε το παρελθόν και το παρόν συμφύρονται σε μια αγωνία αλλόκοσμη
«Αχ αυτή η τερατώδης νύχτα του σώματός μου
όταν δεν σημαίνουν τίποτα πια
τα ηλιοφόρα δέντρα που με ακολουθούνε
Σερνάμενα λόγια για το τίποτα
...
Χιλιάδες χρόνια πάνε από τότε που η ζωή
γλύκαινε τον ουρανίσκο μου σαν μέλι
Γιατί το γέλιο δεν είναι χημεία όπως
η λύπη που με δηλητηριάζει από ώρα σε ώρα».
Στο Παραμιλητό (Χ ποίημα) η ποιήτρια σκιαγραφεί σύντομα αλλά αριστοτεχνικά, τη θρυμματισμένη αίσθηση της ματιάς της Κρεμασμένης, εκεί όπου η θέαση του γνωστού κόσμου έχει δώσει τη θέση της σε μια περιδινούμενη ενατένιση, βίαια από τη ραγδαία παραφορά που πλησιάζει το όριο...
“Μάτια στραμμένα στο πείσμα των νερών σκοτάδι
των χεριών μην ξημερώνεις
Σκοτάδι της φωνής ζαρώνεις,...”
Με ιδιαίτερα πυκνούς στίχους που σχεδόν εξακοντίζουν τις εικόνες συνθέτει ένα ασταθές σύμπαν σαν παραλήρημα ή σαν ένα ξόρκι στην απροσπέλαστη σιωπή που έρχεται, τη σιωπή του νεκρού σώματος.
“Μόλις ερχόταν έφευγε Περνούν τα χρόνια
Τα πουλιά μάς αναγκάζουν να σωπάσουμε
...
Σαν ανθισμένοι κλώνοι ήταν τα χέρια του...
Τρίζουν και το χειμώνα με τις θύελλες».
Κι αυτή η σιωπή που ξορκίζεται είναι το ανεξιχνίαστο σημείο στη ροή του χρόνου που πάντα προηγείται ενός αμετάκλητου γεγονότος, όπως είναι μια μοιραία επιλογή, ένα ατύχημα, ο θάνατος.
Η ποιήτρια, χρησιμοποιώντας στίχους που ακούγονται στο σώμα του ποιήματος σαν δυνατές σφυριές : «Ξάφνου η νύχτα έσφιξε άγρια το φως / μέσα στα κλώνια», εντείνει την αναμονή για μια έκβαση, μια λύτρωση, μια τελική Πράξη.
Το Παραμιλητό λειτουργεί σαν σχεδία απ’ όπου πασχίζει ν’ αρπαχτεί αυτός που στέκει κεραυνωμένος μπροστά στη θέα της Κρεμασμένης, ίσως όπως ακριβώς πάσχιζε ν’ αρπαχτεί η αυτόχειρας πριν την οριστική της απόφαση.
Κι έπειτα στο ΧΙ και στο ΧΙΙ ποίημα, ο Χρόνος ανοίγει και πάλι τα μαύρα φτερά μιας πραγματικότητας αβάσταχτης μέσα στη σκληρή διαφάνειά της και στο κραυγαλέο βάρος της
“Και τότε βλέπει στο δωμάτιο τη βιαστική μητέρα
και την αδελφή
Κι αυτό δεν ήταν πια μεσ' στ' όνειρο της
...
με μιαν άγρια απόφαση αγάπης και μίσους
ν' αλληλοσκοτωθούνε”
Με ακονισμένο από την εγγύτητα του θανάτου ποιητικό αισθητήριο, η Ζέφη Δαράκη φωτίζει το ρηγματωμένο ψυχισμό της γυναίκας, άλλοτε καλύπτοντας το ρήγμα της “Παρ' όλα αυτά / τα πιο κοντινά χείλη / μάς υπόσχονται πάντα το φιλί της ζωής...” κι άλλοτε αποκαλύπτοντάς το στο “καστανόχρωμο σάλι που φορούσε - / το δίχως μέλλον”, ώσπου φθάνει στο κρίσιμο όριο, εκεί όπου μια αγεφύρωτη απόσταση την ξε-χωρίζει από τον κόσμο και την απομονώνει τραγικά
«μιλώντας του για τελευταία φορά
μ’ ένα γέλιο ήσυχα αστραφτερό
μα που σα νά’ σπρωχνε πέρα τον αγέρα
τον αποχαιρετούσε...
...
και το πρόσωπό της μεγάλωνε παράλογα
το διάφανο βάθος μιας αιώνιας μοναξιάς
Δεν ήξερε κανείς πώς να της μιλήσει».
Στο επόμενο ποίημα (ΧΙΙΙ) αποκρυσταλλώνεται σπαραχτικά ο ίλιγγος της ζωής που σταματά αιφνίδια από τη θανάσιμη πράξη. Μοιάζει με το στερνό βήμα πάνω από το Χάος. Όταν το πάθος, η επιθυμία και το όνειρο ενθαρρύνονται πριν από την συντριβή τους.
«Μα εντελώς ξαφνικά η νύχτα σα να ενθάρρυνε τη φωνή της / καθώς η γυναίκα άρχισε να τραγουδά/ ξεσηκώνοντας το σκοτάδι!»*.
Σαν να πρόκειται να δρασκελίσει κανείς με μιας, όλη τη ζωή του και να την ξαναφτιάξει από την αρχή ή ν’ αναιρέσει την ανερμάτιστη οδύνη αυτού που συμβαίνει -ή αυτού που δεν συμβαίνει- ώσπου να συναντήσει τον Άλλον για να βρεθεί
« ...στην πιο βαθιά ερημιά του δρόμου-
τη δική σου ερημιά
...
Θα πειράξω γελώντας αυτή τη βίαιη ερημιά
Θα την ανοίξω να δω τι θα γίνει – σεισμός
ή χωρισμός υδάτων;
...
Να σε φιλήσω έπειτα και να σ’ αφουγκραστώ
σαν άγγελος που παραφρόνησε»1
Και το μοιραίο βήμα ολοκληρώνεται υποκύπτοντας στα γιγάντια σαγόνια της πραγματικότητας που περιμένει πάντα τη φαντασία να τελειώσει τον ξέφρενο χορό της σαν «Σχοινί που τεντώθηκε υπερβολικά» για ν' αφήσει έπειτα τα σπαράγματα ενός κόσμου που έχασε αιφνιδιαστικά την εύθραυστη ισορροπία του, την αίσθηση της γνώριμης πορείας του , της συνέχειάς του...
«Έπειτα σα νά’ πεσε με πάταγο κι έσπασε
σε χίλια κομμάτια ένας καθρέφτης,
άστραψε η αυγή».
Στο τελευταίο ποίημα (ΧΙV – «Η κρεμασμένη») η Ζέφη Δαράκη με δέος κοιτάζει το σώμα της νεκρής. Το κρεμασμένο σώμα, το τειχισμένο μέσα στην απόλυτη μοναξιά του –γιατί απόλυτο κι ανικανοποίητο παραμένει το αίτημα της αγάπης- σπαραγμένο από την ίδια του τη δίψα, τυραννισμένο από την ατέλειωτη αναμονή, έξω από τις σταθερές συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου, έχοντας γύρω του «περασμένα σφιχτά δαχτυλίδια θανάτου».
Βαθύτατη η οδύνη που μάς μεταφέρει η ποιήτρια κοιτάζοντας την αέναη πτώση, την άβυσσο της απόγνωσης στην Κρεμασμένη. Όταν η ψυχή, απογυμνωμένη από τις αυταπάτες της, παλεύοντας σ' ένα τιτάνιο αγώνα, ενδίδει, με
«το βλέμμα της ριγμένο στο χώμα
σα να τον αναζητούσε
με μια στεγνή απελπισία αδειασμένο
πάνω στο θέαμα του κόσμου και
τα χείλη αμίλητα κι η ξεχασμένη λέξη της αγάπης
να κατατρώει το σκοινί
Σαν πουλί που ξέκοψε από τ’ άλλα».
Κι έπειτα η ποιήτρια από την άλλη όχθη πια, την όχθη των νεκρών, αφουγκράζεται τον αντίλαλο της ζωής
«...αυτό το σιγαλοπερπάτητο
χλιαρό φως
το άλλοτε τόσο τρυφερό για μένα-
νεκρώσιμο στεφάνι
στην ακαταστασία των ακόμη θερμών μου μαλλιών».

Η Κρεμασμένη είναι μια ποιητική σύνθεση κορυφωμένη από την αρχή στη θέα του θανάτου, με έντονο εσωτερικό ρυθμό και πλούσιες, καταιγιστικές εικόνες, που διατρέχουν όλο το φάσμα των συναισθηματικών εναλλαγών, μετα-φέροντας συγχρόνως το στοχασμό της ποιήτριας. Έχει στίχους κλειδιά που λειτουργούν σαν ισχυροί συνεκτικοί σύνδεσμοι, μα εκείνο που διαμορφώνει την αδιάσπαστη συνοχή της σύνθεσης είναι μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, διάχυτη στην εικονοποιία και στη μουσική των λέξεων. Είναι μια ατμόσφαιρα που έλκει τον αναγνώστη αβίαστα, όπως όταν ανοίγει κανείς μια χαραμάδα σ' ένα σκοτεινό χώρο για να εισχωρήσει το φως και έπειτα παρατηρεί την αστραπιαία διαδρομή του, έκπληκτος από την αποκαλυπτική του δέσμη.
Ήδη από το πρώτο ποίημα, τα στοιχεία του κόσμου πυρπολούνται και μετουσιώνονται γύρω από το σώμα της νεκρής κι έπειτα μ’ αυτήν ακριβώς την κεκτημένη ταχύτητα της αβάσταχτης θέας, ολοκληρώνεται η διαδρομή της μνήμης σαν «να γυρίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα/ το σκοινί ενός πηγαδιού προ τα πίσω/ Καταποντίζοντας στα βάθη του το χρόνο».
Ο χρόνος της Κρεμασμένης είναι ακραία συμπυκνωμένος από τους πρώτους στίχους «Γιατί εκείνη δεν υπήρχε πια εκεί και /σε κανένα χρόνο», ωστόσο η σύνθεση είναι κυκλική με συνεχείς αναδιπλώσεις. Ενώ το μοιραίο γεγονός έχει συμβεί, δημιουργείται η αίσθηση της αναμονής του σαν να πρόκειται να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Η αίσθηση αυτή καταργείται στο προτελευταίο ποίημα, όπου υπάρχει ένα ευδιάκριτο σημαίνον ρήγμα. Κι εδώ φαίνεται το ποιητικό ένστικτο της Ζέφης Δαράκη που όχι μόνο ισορροπεί ανάμεσα σ’ αυτές τις διαφορετικές πραγματικότητες, αλλά και τις χρησιμοποιεί στο τελικό ποίημα, όπου η ποιήτρια κοιτάζει τη νεκρή από ένα οριακό σημείο, μια άλλη όχθη.
Ίσως από αυτό ακριβώς το Όριο να ξαναρχίζει το ποίημα τον αέναο κύκλο του. Από τη μοιραία πράξη της Κρεμασμένης που έκλεισε το χρόνο οριστικά και τον άνοιξε πάλι, γιατί πίσω από το ακατανόητο σμήνος των λόγων και των πράξεων υπάρχει πάντα μια αιτία, μια «ξεχασμένη λέξη» που οδηγεί αθέατα και οδυνηρά τη ζωή «σαν πουλί που ξέκοψε από τ’ άλλα».

Εύα Μοδινού
Αθήνα, 26-08-2009

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΠΑΡΟΔΟΣ», τεύχος 32 (περίοδος δεύτερη)
Αφιέρωμα στη Ζέφη Δαράκη


1 Αρχική Έκδοση 1984 (Βιβλιοπωλείο της Εστίας)