Εύα Μοδινού
κριτικογραφία / για τη ποίηση του Γ.Χ. Θεοχάρη / επιστροφή

Η ΜΝΗΜΗ ΩΣ ΣΜΙΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Αν η ζωή είναι ένα ποτάμι που μας κυλάει σ’ άδηλο προορισμό, η μνήμη είναι η όχθη απ’ όπου μπορείς να «δεις» αυτό το ταξίδι. Είναι η επικράτεια όπου μπορείς να το διασώσεις. Κι αν κάποτε η μνήμη γίνεται τυραννική καθώς προβάλλει μες στην ψυχή τελεσίδικους ολέθρους, τότε η τέχνη και ιδιαίτερα η ποίηση αναλαμβάνει να στρογγυλέψει τις τρομερές προεξοχές της, να την εξευμενίσει, να την παραδώσει πίσω στον ποιητή ως παραμυθία, κι έτσι ακριβώς ν’ αποδοθεί στους αναγνώστες.

Αν η ζωή είναι ένα ποτάμι που μας κυλάει σ’ άδηλο προορισμό, η μνήμη είναι η όχθη απ’ όπου μπορείς να «δεις» αυτό το ταξίδι. Είναι η επικράτεια όπου μπορείς να το διασώσεις. Κι αν κάποτε η μνήμη γίνεται τυραννική καθώς προβάλλει μες στην ψυχή τελεσίδικους ολέθρους, τότε η τέχνη και ιδιαίτερα η ποίηση αναλαμβάνει να στρογγυλέψει τις τρομερές προεξοχές της, να την εξευμενίσει, να την παραδώσει πίσω στον ποιητή ως παραμυθία, κι έτσι ακριβώς ν’ αποδοθεί στους αναγνώστες.

Στη συγκεντρωτική συλλογή ποιημάτων από το 1970 έως το 2010, με τίτλο Πιστοποιητικά θνητότητας, του Γιώργου Χ. Θεοχάρη (Εκδόσεις Σύγχρονη Έκφραση, Λιβαδειά 2014), διατρέχουμε τα ποιήματα με την αίσθηση ότι η μνήμη είναι η κιβωτός του ποιητή στην τυραννία του χρόνου. Ο ίδιος ο ποιητής, άλλωστε, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου επιβεβαιώνει πως η ποίηση είναι φορέας της μνήμης που επιχειρεί «ν’ αναμετρηθεί με το τελεσίδικο του θανάτου» και παραπέμποντας στα δοκίμια για την ποίηση του ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη,1 ορίζει την ποίηση ως «μια άλλη γλώσσα που προκύπτει από την καταστροφή των κωδίκων της γλώσσας που ξέρουμε», ένα «εκ καταστροφής νέο υλικό» με το οποίο «προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια πρόσκαιρη αιωνιότητα μνήμης».

Ήδη από την πρώτη του συλλογή «Πτωχόν μετάλλευμα» (1990) διακρίνουμε το στίγμα του ποιητή. Η πρόθεσή του είναι ξεκάθαρη: να διασώσει το ίζημα του βιώματος και όχι την εντύπωσή του. Γι’ αυτό το λόγο επιλέγει μια ισχυρή και συγχρόνως απλή εικονοποιία μέσω της οποίας εγγράφει τη μνήμη στη ζωή και αντίστροφα. Ταυτόχρονα χρησιμοποιεί συμβολισμούς και μεταφορές αβίαστα, ενσωματώνοντάς τα στα ποιήματα, σαν να είναι προέκταση της ίδιας της εικόνας που ιχνογραφείται. Με αυτόν τον τρόπο, τα συναισθήματα ή το μεταίσθημα που μεταδίδουν είναι άμεσο, ανεπιτήδευτο και ευθύβολο. Η ποίηση του Γιώργου Χ. Θεοχάρη ακριβώς επειδή είναι ριζωμένη στο βαθύ αποτύπωμα του βιώματος, είναι απαλλαγμένη από φτιασίδια και εύκολη συγκίνηση. Είναι κοντολογίς κατασταλαγμένη και αυθεντική.

Ο ποιητής μιλά εκ βαθέων για τη μοίρα και τον αγώνα του ανθρώπου υπενθυμίζοντας μας πόσο ευάλωτοι είμαστε αφού μια αχίλλειος πτέρνα αρκεί για ν’ αναιρέσει τον προορισμό μας και να μας συντρίψει.

Με διαυγείς εικόνες και με επιδέξια χρήση του συμβολισμού που μεταπλάθει σε ποίηση την πρόζα, κατορθώνει να μας μεταγγίσει την συγκίνηση γι’ αυτό που χάνεται στη ζωή και διασώζεται άφθαρτο κι αιώνιο στην μνήμη.

Η μνήμη λοιπόν, ξορκίζει τον θάνατο, αντιπαλεύοντας διαρκώς την απώλεια ακόμη κι όταν εμπεριέχει την ύστατη «φωνή» των μελλοθάνατων. Είναι ο ταριχευτής της φευγαλέας ευτυχίας μας. Ο ποιητής ερευνά τον τρόπο της καταγραφής της μέσα από χειροπιαστά τεκμήρια, όπως είναι οι φωτογραφίες, που αποτυπώνουν ακαριαίες ακινησίες στιγμών στον χείμαρρο του χρόνου, αποδείξεις πως κάποτε υπήρξε αυτό που δεν είναι πια. Η μνήμη, λοιπόν, μας δίνει μια δεύτερη δυνατότητα βίωσης, καθώς το μέλλον μας λιγοστεύει και το παρελθόν αποκτά το δικό του χώρο στην ύπαρξή μας, άλλοτε σαν ακινητοποιημένος χρόνος κι άλλοτε σαν ένα εν δυνάμει παρόν. Ό,τι είναι καταδικασμένο στη φθορά και κυρίως τ’ αγαπημένα πρόσωπα που «φεύγουν» δεν χάνονται οριστικά αφού μέσα στη μνήμη μας κερδίζουν την αιωνιότητά τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι κάποια πεζόμορφα ποιήματα της συλλογής «Από μνήμης» του 2010 και συγκεκριμένα τα τρία συνεχόμενα: «Ο Τάσος Λειβαδίτης στον ύπνο μας συνεχίζει να λέει», «Στου Οσίου Λουκά το Μοναστήρι – 73 χρόνια αργότερα» και «Σ’ εσέ που με ταχύτητα περνάς προς την Αράχωβα». Στο πρώτο καταγράφεται ποιητικά ένα ολόκληρο χρονικό, μια εποχή που ενώ σβήνει, αποθησαυρίζεται τελικά μέσω της μνήμης και αναπλάθεται ως ζώσα πραγματικότητα.

Στο δεύτερο επαληθεύεται πως για να γίνει ένας δεύτερος τρόπος βίωσης η μνήμη πρέπει να έχει ποτιστεί με το αίμα του ποιητή ή ο ποιητής να είναι ζηλωτής της αλήθειας που υπερασπίζεται μέσω της ποίησής του. Στο τρίτο η μνήμη λειτουργεί ως φόρος τιμής σ’ αυτούς που στερήθηκαν τη ζωή άδικα, κατά συνέπεια η ποίηση που ευλαβείται και διατηρεί μια τέτοια μνήμη είναι φορέας δικαιοσύνης. Κι εδώ ακριβώς είναι ισχυρός ο συνειρμός με την αξιοθαύμαστη μαρτυρία του ποιητή «Δίστομο – 10 Ιουνίου 1944 - Το Ολοκαύτωμα»2 που βραβεύτηκε με το βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας το 2011.

Διατρέχοντας έως το τέλος τη συγκεντρωτική συλλογή του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, ερχόμαστε αντιμέτωποι με οδυνηρότερα βιώματα του ποιητή. Αναμενόμενο άλλωστε αφού με την πάροδο του χρόνου πληθαίνουν οι νεκροί. Ακολούθως αυξάνει η γνώση του ποιητή καθώς η μνήμη του ενδύεται τη δραματική εσθήτα αυτών των απωλειών. Στα «Μνημοφυλάκεια παρομοιώσεων» στις συλλογές «Ενθύμιον» (2004) και «Από μνήμης» (2010) διαγράφεται η σταδιακή αύξηση αυτής της δραματικής έντασης.

Γενικά στη συγκεντρωτική συλλογή Πιστοποιητικά θνητότητας του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, αποτυπώνεται η διαδοχική κορύφωση της συγκίνησης για τις απώλειες στο πέρασμα του χρόνου και δημιουργείται η ατμόσφαιρα μιας ιστορίας που επαναλαμβάνεται ολοένα με δραματικότερο τρόπο. Τα πρόσωπα που μνημονεύει ο ποιητής κουβαλούν το φορτίο της μοίρας τους σαν να το εναποθέτουν διαρκώς επάνω στη μνήμη του ποιητή ώσπου ν’ αποκτήσει τη δική της υπόσταση. Ιδίως στα τελευταία ποιήματα αποκρυσταλλώνεται ο κοινός τόπος της ιστορικής μνήμης ή το μεταίχμιο της ζωής του τραγικού προσώπου που καθώς διαπλέκεται στον ιστό της κοινής μοίρας, γίνεται ιστορία. Στο προτελευταίο ποίημα «ΠΑΤΡΙΔΟΣ – Καταβοή και Συγκατάβασις»3 η μνήμη διαγράφει αυτή ακριβώς την αποκρυστάλλωση και η μοίρα γίνεται πλέον Νέμεσις, παραπέμποντας ευθέως σε αρχαία τραγωδία:

«Θυμάμαι το θύμα και το θύτη. / Το θύτη ως θύμα, / και το θύμα ως θύτη / θυμάμαι. / Τη μαύρη μοίρα / των Λαβδακιδών του χωριού μου, / θυμάμαι.»

Και στο τελευταίο ποίημα «Κβαντομηχανική»4 ο ποιητής πλέον συνοψίζει με οικονομία και πυκνότητα το δικό του πλέον συναξάρι της μνήμης ως αντίβαρο στις απουσίες, στις απώλειες, στο χρόνο και στο θάνατο:

«Γίνονται σκόνη οι μέρες. / Σκορπούνε / -χνούδι ανθού της πικραλίδας. // Έρχονται – φεύγουν οι εποχές. / Παιχνίδι παιδικό της μελιδόνας-της χελιδόνας.// […] //Ό,τι θυμάμαι είμαι / κι ό,τι φαντάζομαι. // Είμαι τα κβάντα της μνήμης μου. // Δυνάμει νεκρός. / Δυνάμει ζωντανός. // Η μνήμη τρέχει στο μέλλον. / Τρυπά το μυαλό μου. / Εφορμά να βγει απ’ τον χρόνο. // Είμαι ο χρόνος.»

Εύα Μοδινού

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Φρέαρ", τεύχος 12, Οκτώβριος 2015.


1 «Κείμενα για την Ποίηση», Εκδόσεις Νεφέλη
2 Εκδόσεις Σύγχρονη Έκφραση, 2010
3 «Απόμνήμης», 2010
4 ο.π.